30 Ιουν 2013

Το λεωφορείο της συμφοράς

Άνοιξη του 1941, παραμονές της εισβολής των Γερμανών στο Βελιγράδι, ένα παλιό λεωφορείο ξεκινάει από ένα χωριό με προορισμό την πρωτεύουσα μέσα από επαρχιακούς χωματόδρομους.
Οι επιβάτες είναι ένας βετεράνος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ένας γόης τραγουδιστής, δυο νεαροί τσιγγάνοι μουσικοί, ένα νιόπαντρο ζευγάρι, ένας κυνηγός με καραμπίνα, ένας άρρωστος που πηγαίνει στο νοσοκομείο και ένας κομψοντυμένος γερμανόφιλος λάτρης της τάξης και των Ναζί.
Ιδιοκτήτης του λεωφορείου είναι ο κύριος Κρστιτς, που συν τοις άλλοις εμπορεύεται και γουρούνια, τα οποία μεταφέρει με το λεωφορείο μαζί με τους επιβάτες, ενώ ο γιος του, που είναι λίγο ελαφρός στο πνεύμα είναι ο οδηγός του λεωφορείου.
Στην πορεία οι ταξιδιώτες βιώνουν ορισμένες απρόσμενες καταστάσεις, συνέπεια της εμπόλεμης κατάστασης στην περιοχή. Πρώτα μια υποχρεωτική παράκαμψη εξαιτίας ενός νεοφτιαγμένου στρατοπέδου, έπειτα ένας χωρικός που οργώνει το δρόμο της παράκαμψης, ένα σκασμένο λάστιχο, μια κηδεία, μια οικογενειακή βεντέτα, μια ετοιμόρροπη γέφυρα, μια στρατιωτική περίπολος κι ένα χαμένο πορτοφόλι, θα βγάλουν στην επιφάνεια το χαρακτήρα του κάθε ενός επιβάτη, θα δοκιμάσουν τις σχέσεις τους, και παράλληλα θα καθυστερήσουν την άφιξη του λεωφορείου στην πρωτεύουσα, σε μια πρωτεύουσα που πλέον βρίσκεται στο έλεος των βομβαρδισμών.

Πρόκειται για μια ταινία-σταθμό στην ιστορία του γιουγκοσλαβικού κινηματογράφου, η οποία επηρέασε σε αρκετό βαθμό το έργο των μετέπειτα μεγάλων σκηνοθετών όπως ο Κουστουρίτσα. Το σκηνικό για το τι πρόκειται να παρακολουθήσουμε στήνεται ήδη από την αρχή, όταν εμφανίζεται το παλιό σχεδόν σαράβαλο λεωφορείο και οι επιβάτες που περιμένουν στο σταθμό. Στην πορεία μέσα από πολλές κωμικοτραγικές καταστάσεις όλοι θα ξεδιπλώσουν τους χαρακτήρες τους: ο βετεράνος που νιώθει περήφανος για τον ίδιο και για το γιο του που έχει καταταγεί στο στρατό, ο γόης καλλιτέχνης που δε διστάζει να την πέσει στη νιόπαντρη κοπέλα, η οποία φαίνεται να έχει το πάνω χέρι στο γάμο αυτό, ο άτσαλος κυνηγός που άθελά του θέτει σε κίνδυνο τους υπόλοιπους συνεπιβάτες, κι ο κομψοντυμένος φιλογερμανός που κρατάει σημειώσεις ως ρουφιάνος και δε διστάζει να υποπτεύεται ως κλέφτες τους τσιγγάνους μουσικούς και να κάνει παρατηρήσεις στο νεαρό ζευγάρι για τους τρόπους τους. Κοντά σ'αυτούς κι ο φιλοχρήματος ιδιοκτήτης του λεωφορείου, που δεν χάνει ευκαιρία να εκμεταλλευτεί οικονομικά τους επιβάτες του. Σε διάφορα σημεία της ταινίας, οι τσιγγάνοι μουσικοί παίζουν ένα συγκεκριμένο μουσικό θέμα, εν είδει χωρικού, με παραλλαγή στους στίχους περιγράφοντας κάθε φορά μια διαφορετική κατάσταση που βιώνουν οι ίδιοι και η χώρα στην ταραγμένη εκείνη περίοδο.
Στη χώρα μας η ταινία έγινε γνωστή με τον τίτλο "Το λεωφορείο της συμφοράς". Ο αυθεντικός τίτλος μεταφράζεται ως "Ποιος τραγουδάει εκεί πέρα". Απέσπασε ειδικό βραβείο επιτροπής στο φεστιβάλ του Μόντρεαλ.

Ko to tamo peva (1980)
Σκηνοθεσία: Slobodan Šijan
Σενάριο: Dušan Kovačević
Πρωταγωνιστούν: Pavle Vujisić, Dragan Nikolić, Danilo Bata Stojković, Aleksandar Berček, Neda Arnerić, Mica Tomić, Taško Načić, Boro Stjepanović, Slavko Štimac, Miodrag Kostić, Nenad Kostić, Bora Todorović, Slobodan Aligrudić, Petar Lupa, Stanojlo Milinković
Διάρκεια: 86'

Δείτε την ταινία (ισπανικοί υπότιτλοι)


Βαθμολογία υπογράφοντος: 8,5/10

28 Ιουν 2013

Η νύχτα των ηλιοτροπίων

Η ζωή σε ένα μικρό χωριό της ισπανικής επαρχίας κυλάει ήρεμα και βασανιστικά.
Στη γύρω περιοχή εντοπίζεται το πτώμα μιας νεαρής κοπέλας μέσα σε ένα λιβάδι από ηλιοτρόπια. Υπεύθυνος για τη δολοφονία της είναι ένας εμπορικός αντιπρόσωπος, ο Μιγκέλ, που βρίσκεται σε ταξίδι για δουλειές στην περιοχή.
Στο χωριό έρχονται δυο σπηλαιολόγοι από τη Μαδρίτη για να ερευνήσουν μια σπηλιά που ανακάλυψε ένας νεαρός κάτοικος. Μαζί έρχεται και η σύζυγος του επικεφαλής της αποστολής, Εστέμπαν.
Λίγο πιο μακριά από το χωριό υπάρχει ένα εγκαταλελειμένο χωριό, όπου κατοικούν ο στριμμένος Σεσίλιο μαζί με το γαϊδουράκι του, και ο τρελός Αμός με τις κατσίκες του, οι οποίοι μαλώνουν συνέχεια.
Όταν η σύζυγος του Εστέμπαν, Γκάμπι, θα βρεθεί στο δάσος περιμένοντας τους σπηλαιολόγους να επιστρέψουν, για κακή της τύχη εκείνη την ώρα θα περάσει ο Μιγκέλ, ο οποίος θα αποπειραθεί να την βιάσει και θα την τραυματίσει.
Όταν ο Εστέμπαν γυρίζει και βλέπει την κατάσταση της Γκάμπι, είναι αποφασισμένος να ζητήσει εκδίκηση. Εκεί θα βρεθεί για κακή του τύχη ο Σεσίλιο και η Γκάμπι στην ταραχή της θα κάνει το μοιραίο λάθος να πει ότι εκείνος της επιτέθηκε, κι ο Εστέμπαν θα πάρει την εκδίκησή του.
Αργά το βράδυ θα εμφανιστεί ο Τομάς, νεαρός αστυνομικός και γαμπρός του διοικητή του τμήματος, Αμαντέο, στον οποίο θα ομολογήσουν το φόνο. Ο Τομάς θέλοντας να αλλάξει η ζωή του και να φύγει από το χωριό, θα τους προτείνει μια οικονομική συναλλαγή για να καλύψει το θέμα. Παρά τα ηθικά διλήμματα που εγείρονται, θα ενδώσουν.
Όμως, το έμπειρο μάτι του Αμαντέο, που θα πάρει στα σοβαρά την κατάθεση του τρελού Αμός και θα ερευνήσει περισσότερο την υπόθεση παρά τις προσπάθειες του Τομάς να τον αποτρέψει, θα δώσει τη λύση, μια λύση που μπορεί να μην συνάδει με την απόλυτη δικαιοσύνη, αλλά θα είναι η πιο ηθική μπροστά στο αδιέξοδο αυτό που θα βρεθεί ο ίδιος.

Η ταινία χωρίζεται σε έξι μέρη που συνδέονται μεταξύ τους. Κάθε ιστορία ξεκινάει λίγο πριν το τέλος της προηγούμενης, κάνοντας ένα φλας μπακ το οποίο κρίνεται απαραίτητο για να δικαιολογήσει τόσο την προηγούμενη ιστορία όσο και τις ιστορίες που έπονται.
Στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται ο χαρακτήρας του Μιγκέλ. Σκληρός, ύπουλος, αδίστακτος και προφανώς μη ικανοποιημένος από το γάμο του, δεν διστάζει να βιάζει κοπέλες σε περιοχές από όπου ξέρει ότι δεν θα ξαναπεράσει.
Η επίθεση στην Γκάμπι μας προωθεί στο δεύτερο μέρος, όπου παρουσιάζεται η ομάδα των σπηλαιολόγων και το πώς βρέθηκαν στο χωριό, ενώ παράλληλα δίνει τη βάση στην οποία θα στηριχτεί η ταινία.
Ο εντοπισμός του Σεσίλιο από τους σπηλαιολόγους μας μεταφέρει στο τρίτο μέρος, όπου παρουσιάζονται οι σχέσεις των δυο γειτόνων του εγκαταλελειμένου χωριού. Ο μεν Σεσίλιο, σκληρός άνθρωπος και πεισματάρης, δεν θέλει με τίποτα να φύγει από το χωριό, ο δε τρελός Αμός προσπαθεί λεηλατώντας τα χαλασμένα σπίτια να βγάλει τα προς το ζην.
Με το φόνο του Σεσίλιο η ιστορία περνάει στο τέταρτο μέρος, όπου γνωρίζουμε τον Τομάς. Αν και γαμπρός του διοικητή, δε διστάζει να διατηρεί παράλληλη σχέση με τη γυναίκα του δημάρχου. Επιστρέφοντας στο χωριό μετά από επίσκεψη σ'εκείνη, θα συναντήσει τους σπηλαιολόγους που θα του αναγγείλουν το φόνο, οπότε κι εκείνος θα τους προτείνει το χρηματισμό για να συγκαλύψει το γεγονός.
Στο πέμπτο μέρος, πρωταγωνιστής είναι ο Αμός, ο οποίος θα ανακαλύψει το πτώμα του Σεσίλιο και θα πάει να παραδοθεί στην αστυνομία θεωρώντας εαυτόν υπεύθυνο. Όταν θα πάνε στο σπίτι του Σεσίλιο και το πτώμα θα έχει εξαφανιστεί, κανείς δεν θα δώσει βάση στην κατάθεσή του.
Στο έκτο μέρος ο Αμαντέο ανακαλύπτει μια σειρά από γεγονότα που σχετίζονται με την εξαφάνιση του Σεσίλιο και το ατύχημα των σπηλαιολόγων και θα αντιληφθεί την αλήθεια. Η αλήθεια, όμως, θα του επιβάλλει για το καλό της εγκύου κόρης του, να υπερβεί τη δικαιοσύνη και να μην καταγγείλει το διεφθαρμένο γαμπρό του.
Όμως τελικά ο πραγματικός ένοχος θα μείνει ατιμώρητος, πολλά χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο του εγκλήματος...

Η ταινία ήταν υποψήφια για αρκετά βραβεία Goya ενώ απέσπασε το βραβείο σκηνοθεσίας των Ισπανών Κριτικών, καθώς και το αντίστοιχο βραβείο ερμηνείας για τον Κάρμελο Γκόμεζ στο ρόλο του Εστέμπαν. Στη χώρα μας παρουσιάστηκε στο 48ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 2007 στα πλαίσια αφιερώματος στο Νέο Ισπανικό Κινηματογράφο.

La noche de los girasoles (2006)
Σκηνοθεσία - Σενάριο: Jorge Sánchez-Cabezudo
Πρωταγωνιστούν: Cármelo Gómez, Judith Diakhate, Celso Bugallo, Manuel Morón, Mariano Alameda, Vicente Romero, Cesáreo Estébanez, Walter Vidarte, Fernando Sánchez-Cabezudo, Petra Martínez, Nuria Mencía, Enrique Martínez, Mariano Peña, Amalia Hornero
Διάρκεια: 123'

Δείτε το τρέηλερ της ταινίας


Βαθμολογία υπογράφοντος: 9/10

11 Ιουν 2013

Gadjo Dilo: Υπάρχουν ακόμα γελαστοί Τσιγγάνοι

Ένας νεαρός Γάλλος μουσικολόγος, ο Στεφάν, επισκέπτεται τη ρουμανική επαρχία αναζητώντας μια παλιά Τσιγγάνα τραγουδίστρια, τη Νόρα Λούκα, θέλοντας να ακολουθήσει το παράδειγμα του πατέρα του που ταξίδευε στον κόσμο και ηχογραφούσε παραδοσιακά τραγούδια.
Ένας γέρος Τσιγγάνος, ο Ίζιντορ, τον φιλοξενεί στο σπίτι του για να έχει μια συντροφιά, καθώς ο γιος του βρισκόταν στη φυλακή. Οι δυο άντρες προσπαθούν να συνομιλήσουν, αλλά δεν τα καταφέρνουν, καθώς δεν καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλο, όμως σιγά σιγά αρχίζουν ο ένας να μαθαίνει τη γλώσσα του άλλου.
Στην αρχή στο χωριό ο κόσμος είναι δύσπιστος απέναντι στον ξένο, θεωρώντας ότι είναι κλέφτης ή ότι είναι κάποιο κακό πνεύμα. Στη συνέχεια, όμως, ο Στεφάν τους κερδίζει με το ενδιαφέρον του για τις παραδόσεις και τα τραγούδια τους.
Μαζί με τον Ίζιντορ και τη νεαρή Τσιγγάνα Σαμπίνα, που γνώριζε λίγα γαλλικά, γυρνούν στην περιοχή σε γάμους και σε κηδείες για να γνωρίσει κόσμο που μπορεί να τον φέρει σε επαφή με την τραγουδίστρια που ψάχνει. Όταν οι προσπάθειές του δεν καρποφορούν, τότε αποφασίζει να ηχογραφήσει ντόποιους τραγουδιστές, ενώ παράλληλα αναπτύσσεται μια σχέση μεταξύ του Στεφάν και της Σαμπίνα.
Όταν όμως αποφυλακιστεί ο γιος του Ίζιντορ, τα πράγματα θα πάρουν μια δραματική τροπή.

Η ταινία παρουσιάζει τη ζωή σε ένα τσιγγάνικο χωριό της Ρουμανίας, το πώς ζουν οι Τσιγγάνοι, το πώς πίνουν και διασκεδάζουν, πώς θρηνούν, τις δεισιδαιμονίες τους και όλες τις παραδόσεις τους που βασίζονται στη μουσική. Η μουσική είναι η βάση της ζωής και της παράδοσης των Τσιγγάνων και η δημιουργία της σχετίζεται με κάθε έκφανση της ζωής τους, είτε πρόκειται για διασκέδαση είτε για θρήνο. Για έναν Δυτικοευρωπαίο, όπως ο πρωταγωνιστής μας, η εικόνα αυτή είναι εντελώς ξένη και αλλόκοτη, όμως η θέρμη με την οποία γίνεται αποδεκτός στην κοινότητα τον κάνει να συνηθίσει στη ζωή αυτή και να γίνει μέρος της.
Παράλληλα παρουσιάζονται διάφορες τάξεις της κοινωνίας των Τσιγγάνων, από τους πιο φτωχούς που κατοικούν σε παραπήγματα μέχρι τους πιο πλούσιους και τους μαφιόζους.
Η ταινία είχε καταπλήξει το κοινό στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης του 1998, ενώ έχει αποσπάσει βραβεία σε σημαντικά φεστιβάλ, όπως στο Λοκάρνο, ενώ αξιοσημείωτο είναι και το βραβείο César που απέσπασε για τη μουσική της ταινίας ο σκηνοθέτης Τόνι Γκάτλιφ.
Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης με τον τίτλο "Υπάρχουν ακόμα γελαστοί Τσιγγάνοι", ενώ είναι γνωστή επίσης και με τον τίτλο "Ο αλλόκοτος ταξιδιώτης", που αποτελεί ακριβή μετάφραση του τίτλου της από τη γλώσσα των Ρομά.

Gadjo dilo (1997)
Σκηνοθεσία: Tony Gatlif
Σενάριο: Tony Gatlif, Jacques Maigre, Kits Hilaire
Πρωταγωνιστούν: Romain Duris, Rona Hartner, Izidor Serban, Ovidiu Balan, Angela Serban, Adrian Simionescu, Vasile Serban, Dan Astileanu, Valentin Teodosiu, Florin Moldovan
Διάρκεια: 102'

Παρακολουθήστε την ταινία (με αγγλικούς υπότιτλους)


Βαθμολογία υπογράφοντος: 7,5/10